θειοαιμοσφαιριναιμία

θειοαιμοσφαιριναιμία
η βιολ. παρουσία θειοαιμοσφαιρίνης, αδρανούς παραγώγου τής αιμοσφαιρίνης, στο αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. αγγλ. sulphemoglobinemia < sulph- (< sulphur «θείο» [ΙΙ]) + hemoglobinemia (βλ. λ. αιμοσφαιριναιμία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”